- προσελεύσομαι
- προσελεύσομαι s. προσέρχομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προσελεύσομαι — προσέρχομαι come fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)